- καλυπτήριος
- -α, -ο (Α καλυπτήριος, -ον) [καλυπτήρ]νεοελλ.1. ο χρήσιμος για κάλυψη («καλυπτήριο πρόχωμα»)2. βιολ. φρ. α) «καλυπτήρια όργανα» — τα όργανα που καλύπτουν την επιφάνεια και τις κοιλότητες τού σώματοςβ) «καλυπτήριο σύστημα» — το περίβλημα τού σώματος κάθε ζωντανού οργανισμού, το οποίο τόν οριοθετεί και τόν προστατεύει από το περιβάλλον του και ταυτόχρονα συντελεί στην επικοινωνία του με αυτόαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ καλυπτήριον(γλώσσα) κάλυμμα, επίθεμα.
Dictionary of Greek. 2013.